Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκάλεσε, ο πρώτος επίσημος εορτασμός της μάχης του Θήτι, στο πλαίσιο της συμπλήρωσης 200 ετών από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, στο δροσερό και ανεμώδες, το Σάββατο 10 Ιουλίου 2021, φαράγγι της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας στο Κίτσι Κορωπίου. Πραγματοποιήθηκε στην αρχή της εκδήλωσης, τιμητική πεζοπορία από την οδό Κέας προς το μονοπάτι του φαραγγιού με επικεφαλής τον Δήμαρχο Κρωπίας Δημήτριο Κιούση και τον λαογράφο, συγγραφέα και ζωγράφο, κ.Γιάννη Πρόφη πλαισιωμένοι από αιρετά μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, της συμπολίτευσης, μείζονος αντιπολίτευσης και από πολίτες. Την εκδήλωση παρουσίασε, σε συνδιοργάνωση με την Περιφέρεια Αττικής, η συγγραφέας, διευθύντρια εκδόσεων και οργανωτής της εκδήλωσης, κα Έφη Γρηγοριάδου.
Χαιρετισμό απεύθυνε ο Δήμαρχος Κρωπίας, Δημήτριος Κιούσης. Βασικός ομιλητής ήταν ο συγγραφέας, λαογράφος και ζωγράφος, Γιάννης Πρόφης που έχει ερευνήσει και αναδείξει το ιστορικό αυτό γεγονός που έγινε στις 8 Ιουλίου του 1826. Η βασική ιστορική εκδοχή αναφέρει ότι, οικογένειες από την Παιανία και το Κορωπί, από τον φόβο των ατάκτων του στρατηγού Κιουταχή που είχαν απλωθεί στα Μεσόγεια εκείνες τις ημέρες, οργάνωσαν σχέδιο διαφυγής, υπό τον παπα- Γκίκα, στη θέση «Γκίνη Βέρδη» (ομώνυμη σημερινή πλατεία) Κορωπίου και στη θέση «Πηγάδι Γκιμοντράσας» με πρώτο σημείο προορισμού την π.Λουμπάρδας. Εκεί με καΐκια που τους περίμεναν θα μεταφέρονταν με τελικό προορισμό, νησιά του Αργοσαρωνικού και περιοχή της Τροιζήνας. Κατά τη διάρκεια της διαφυγής τους έρχονται αντιμέτωποι με πολεμιστές του Κιουταχή οι οποίοι και παρασύρονται εντός του φαραγγιού-στο βασικό μονοπάτι- όπου γυναίκες και παιδιά, με ότι βρήκαν και είχαν μαζί τους (αγροτικά εργαλεία, πέτρες κ.α) επιτέθηκαν και προκάλεσαν σοβαρές απώλειες και υποχώρηση των ατάκτων. Αρκετά από τα μέλη των οικογενειών τραυματίστηκαν ενώ υπήρξαν και θύματα, σύμφωνα πάντα, με όσους ασχολήθηκαν με το ιστορικό αυτό γεγονός και ιδιαίτερα από τον Γιάννη Πρόφη.
Στο χαιρετισμό του, ο Δήμαρχος Κρωπίας, Δημήτριος Κιούσης, επανέλαβε τις θέσεις του για τις ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες εορτάζουμε τα 200 χρόνια από την έναρξη της επανάστασης του 1821, με την πρωτοφανή υγειονομική κρίση αναδεικνύοντας επίσης τόσο τον σύγχρονο και επίκαιρο προβληματισμό για τις αξίες της Ελευθερίας και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που ενέπνευσαν τους Αγωνιστές του 1821 όσο και των ευθυνών όλων των πολιτικών θεσμών και των προσώπων εκπροσώπησης τους για το «σήμερα» των ανθρώπινων κοινωνιών. Ο κ.Κιούσης αναφερόμενος στη μάχη του Θήτι είπε, μεταξύ άλλων,: Σήμερα από το όμορφο και ιδιαιτέρους φυσικού κάλλους φαράγγι δίνουμε «βήμα» στους απλούς Έλληνες που αντιστάθηκαν για να προασπίσουν τις οικογένειές τους από τους άτακτους πολεμιστές της στρατιάς του Κιουταχή. Είναι η εκπλήρωση ενός ιστορικού καθήκοντος στην μνήμη των λαϊκών ηρώων της εποχής εκείνης που αντιστάθηκαν σθεναρά με ότι βρήκαν στα χέρια τους…έδωσαν ένα μάθημα αντίστασης σε πολυάριθμους εχθρούς…με όπλα την πίστη τους, την ενότητα, την ομόνοια, την αλληλεγγύη μεταξύ τους. Επιβεβαιώνεται, και από εδώ από το σεμνό Δήμο μας, ότι ο διαρκής αγώνας λαών και εθνών για Ελευθερία, Δημοκρατία, Αξιοπρέπεια, Κοινωνική Δικαιοσύνη και Ισότητα έχει την Ελλάδα ως σταθερό σύμβολο. Στο τέλος του χαιρετισμού του, απεύθυνε έκκληση στις νεότερες γενιές, να «περπατήσουν στα ίδια χώματα» που περπάτησαν οι απλοί ήρωες του φαραγγιού που σήμερα από εκεί ψηλά στον «παράδεισο της θυσίας και του αγώνα τους» νιώθουν μια δικαίωση αλλά και μια προσμονή να συνεχιστεί ο αγώνας για εθνική και ευρωπαϊκή αφύπνιση ώστε να αναδειχθούν οι ευθύνες της Τουρκικής ηγεσίας στις παράνομες ενέργειες που κάνει και στις νέες απειλές προς την Ελλάδα, την Κύπρο, σε λαούς και έθνη στην ευρύτερη περιοχή της Αν.Μεσογείου. Έκλεισε τον χαιρετισμό του με μια παρότρυνση και ένα μήνυμα προς όλους: «Δεν σκύβουμε το κεφάλι, δεν λυγίζουμε ούτε από απειλές ούτε από πανδημίες καθότι παίρνουμε θάρρος και δύναμη ψυχής από τις πιο φωτεινές στιγμές της ιστορίας μας». Για τον Γιάννη Πρόφη δήλωσε : Είναι αξιοθαύμαστη η επιμονή του να καταγράφει και να υπενθυμίζει… τα «αποτυπώματα» ανθρώπων και ιστορικών εποχών. Τον θυμάμαι, ώρες και μέρες, να καταγράφει μαρτυρίες και να τις κάνει ζωντανή ιστορία για τον τόπο του» . Απευθυνόμενος σε πρώτο πρόσωπο του είπε : «Αγαπητέ Γιάννη, έχεις το σεβασμό όλων μας».
Η καΓρηγοριάδου ανέγνωσε ένα σύντομο βιογραφικό του κ.Γιάννη Πρόφη και κάλεσε το βασικό ομιλητή στο βήμα. Ο κ. Πρόφης, εμφανώς συγκινημένος, ευχαρίστησε το Δήμαρχο και όλους τους συμμετέχοντες και υποστήριξε ότι πράγματι η ομιλία του θα έχει την ιδιαίτερη αυτή θέαση των γεγονότων της μάχης του Θήτι (σ.σ. μυθιστορηματική εκδοχή) που συνηθίζει. Χαρακτηριστική είναι η αρχή της εισήγησής του : «ΕΝΑ ΜΥΘΟ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ… Όπως θα τον ακούγατε από τον παππού σας ή από τη γιαγιά σας. Μα τούτο δω το παραμύθι είναι ολότελα αληθινό, δεν είναι σαν και τ’ άλλα. Ετούτο δω είναι χωρίς βασιλιάδες, πρίγκιπες και βασιλοπούλες. Γιατί είναι γραμμένο με το αίμα των προγόνων μας και δεν θα ξεβάψει ποτέ» . Αλλά και το τέλος της ομιλίας του : Τα καΐκια άνοιξαν πανιά κι αρχίσανε ν’ αρμενίζουνε. Κι οι Κορωπιώτες κι οι Λιοπεσιώτες κοιτάγανε δακρυσμένοι τη δική τους γη που αφήνανε πίσω τους. Και συλλογίζονταν αν θα ξαναβλέπανε ποτές τα σπίτια τους ή μήμπως αφήνανε στην ξενιτιά τα κόκκαλά τους από αρρώστια και πείνα. Κι ένα βοσκόπουλο πάνω στο ύψωμα του Μπαράκου, με τα πρόβατά του άκρη στο γκρεμό, βλέπει τα καΐκια που ‘βαλαν πλώρη για την ανοιχτή θάλασσα, υψώνει την αγκλίτσα του και τους φωνάζει: «Να πάτε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σας! Εγώ θα είμαι εδώ, πάνω σε τούτη τη ράχη, για να σας δω να ξαναρθήτε γλήγορα. Καλό ταξίδι να ‘χετε!»Αυτό ήτανε, παιδιά μου, το παραμύθι μου και μην το ξεχάσετε ποτέ σας. Πείτε το και σεις στα παιδιά, στα εγγόνια και στα δισέγγονά σας. Και πείτε τους να ‘ναι περήφανα που είχανε αυτούς τους παππούδες, που πολεμήσανε και γίνανε θυσία για μας! Ζήτω η λεύτερη Ελλάδα μας! Ζήτω το 1821!(επισυνάπτεται το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ.Γιάννη Πρόφη, 10.07.2021)
Στη συνέχεια, το μουσικό συγκρότημα με επικεφαλής τον Γιάννη Παπαδημητρίου ερμήνευσε δημοτικά τραγούδια και σε συνεργασία με το χορευτικό συγκρότημα του ΝΠΔΔ Σφηττός παρουσίασαν, μια αυθεντική ελληνική μουσικοχορευτική παράσταση αντάξια των προσδοκιών όλων όσοι είχαν την ιδέα της ανάδειξης της Μάχης του Θήτι.
Στην ανοιχτή εκδήλωση προς όλους, των διοργανωτών –χωρίς ιδιαίτερες προσκλήσεις- παρευρέθηκαν, εκτός του Δημάρχου Κρωπίας, Δημητρίου Κιούση που συνοδευόταν από την σύζυγό του καΠόλυ Ντούνη, ο Δήμαρχος Σαρωνικού, Πέτρος Φιλίππου, ο βουλευτής της περιφέρειας Ανατολικής Αττικής, Βασίλης Οικονόμου, οι αντιδήμαρχοι, Θεόδωρος Γ. Γρίβας, Σπύρος Κόλλιας και Κώστας Κιούσης, το μέλος του προεδρείου του Δ.Σ και πρόεδρος της Δημοτικής Επιτροπής Παιδείας-Β΄βάθμιας σχολικής επιτροπής, δημοτικός σύμβουλος συμπολίτευσης, καθηγ.Θωμάς Κιούσης, ο πρόεδρος του Δ.Σ Σφηττός, δημοτικός σύμβουλος συμπολίτευσης, Αντώνης Κορωνιάς, ο πρόεδρος του Δ.Σ ΚΕΔΚ, δημοτικός σύμβουλος συμπολίτευσης, συγγραφέας, Κωνσταντίνος Κωνσταντάρας, ο αντιπρόεδρος του Δ.Σ της ΚΕΔΚ, δημοτικός σύμβουλος συμπολίτευσης, Σταμάτης Ντούνης, η Νεφέλη Λουκά, πρόεδρος της Α΄βάθμιας Σχολικής Επιτροπής και δημοτική σύμβουλος συμπολίτευσης, ο επικεφαλής της μείζονος αντιπολίτευσης Διονύσης Κερασιώτης, η Αφροδίτη Κουντούρη, δημοτική σύμβουλος μείζονος αντιπολίτευσης, τα μέλη του Δ.Σ Σφηττός, Αγγελική Γκίκα, Ρούλα Νουχάκη, μέλη προεδρείων συλλόγων, Σκάρπιζας, Κιτσίου «Ανοιξη» κ.α.Την εκδήλωση υποστήριξαν, συνεργεία του Τομέα Καθαριότητας, Πρασίνου με επικεφαλής τον Νικόλαο Αράμπαλη, δύο πυροσβεστικά οχήματα της Πολιτικής Προστασίας Δήμου Κρωπίας με 4 άνδρες πλήρωμα, με επικεφαλής τον αντιδήμαρχο Θεόδωρο Γρίβα και τον Δημήτρη Γκίκα τομεάρχη δασοπυροπροστασίας της ΕΟΔΚ και ο συνεργάτης Δήμου Κρωπίας, Ιωάννης Κατιμερτζόγλου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΡΟΦΗΣ
Η ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΓΙΟΡΤΗ ΣΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΘΗΤΗ – ΚΙΤΣΙ ΚΟΡΩΠΙΟΥ, ΣΕ ΦΟΝΤΟ ΕΠΙΔΑΥΡΙΚΟ, ΣΑΒΒΑΤΟ 10 ΙΟΥΛΙΟΥ 2021
ΕΝΑ ΜΥΘΟ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ… Όπως θα τον ακούγατε από τον παππού σας ή από τη γιαγιά σας. Μα τούτο δω το παραμύθι είναι ολότελα αληθινό, δεν είναι σαν και τ’ άλλα. Ετούτο δω είναι χωρίς βασιλιάδες, πρίγκιπες και βασιλοπούλες. Γιατί είναι γραμμένο με το αίμα των προγόνων μας και δεν θα ξεβάψει ποτέ.
Το λοιπόν, που λέτε, εκείνη την αφέγγαρη νύχτα στον Κουρσαλά, το Κορωπί δηλαδή, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ξημερώνοντας 8 Ιούλη του 1826, δεν είχαν αρχίσει ακόμη να λαλούν οι πρώτοι πετεινοί. Μα τούτη η νύχτα στο χωριό δεν έμοιαζε με τις άλλες, τις ήσυχες, τις σιωπηλές, που δεν ακουγόταν ούτε ανάσα, λες κι ήτανε το χωριό έρημο από ανθρώπους. Ετούτη εδώ η νύχτα, δίχως πουθενά καντήλι και δίχως κερί, έφερνε στ’ αυτιά σου ψίθυρους από παντού και μακρινά αχολογήματα από κουδούνια προβάτων και κλάματα μωρών παιδιών και γαυγίσματα σκύλων. Και σκιές ανθρώπων, κινούντανε σα φαντάσματα μέσα στα στενά δρομάκια του χωριού, πολλοί – πολλοί μαζί και μπουλούκια, σαν ένα ποτάμι που έτρεχε μουρμουριστά κατά το τέλος του χωριού, κατά τα μέρη του νοτιά. Κι άλλοι μαζεύονταν και στέκονταν στο Γκίνη-Βέρδη κι άλλοι προχωρούσανε μέχρι το πηγάδι της Γκιμοντράσας, που από κει αρχίζει κι ο δρόμος για τη Λουμπάρδα και τη Βάρη. Μα οι ψίθυροι και τα λόγια που ακούονταν γιατί ήσανε μόνο από γυναίκες και μικρά παιδιά? Στο χωριό δεν υπήρχανε άντρες, για να συνοδέψουν και να προστατέψουν τις οικογένειές τους? Θα σας το πω από τώρα να το ξέρετε: Ναι, στο χωριό δεν υπήρχανε άντρες ούτε νέα παλικάρια, γιατί αυτόν τον καιρό όλοι αυτοί βρίσκονταν κλεισμένοι μέσα στο Κάστρο της Αθήνας, στην Ακρόπολη δηλαδή. Βλέπεις τους είχε περιζώσει απ’ όξω αυτός ο οξαποδώ, ο Τούρκος στρατηγός με τ’ ασκέρια του, Κιουταχή τονε λέγανε. Και τραβούσανε τα πάνδεινα εκεί μέσα οι ανθρώποι, που ‘χανε για καπετάνιο το Γιάννη Γκούρα και πεινούσανε και κρυώνανε γιατί τα ρούχα τους είχανε γίνει κουρέλια και τις νύχτες τους έτρωγε το κρύο. Κι έτσι πώς να βρίσκονταν στα σπίτια τους και κοντά στις φαμελιές τους ?
Και το λοιπόν, ετούτη τη νύχτα, που λέτε παιδιά, η ώρα περνούσε κι ακόμη έφταναν ανθρώποι εκεί που τους είχαν ειπεί. Πού να τους γνώριζε κανείς μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι! Μα για μια στιγμή ακούστηκε ένα πιο δυνατό ποδοβολητό κι ο ψίθυρος πολλών ανθρώπων. Ήσαν οι Λιοπεσιώτες, ένα μεγάλο μπουλούκι που φτάσανε εδώ όλοι μαζί. Σταμάτησαν στο Γκίνη Βέρδη. Εκεί ένας ψιλόλιγνος παπάς, με μακριά μαλλιά και γένια τους υποδέχτηκε, με λίγα λόγια και ψιθυριστή φωνή. Ήταν ο παπα-Γκίκας. Αυτός ήταν ο αρχηγός αυτού του μικρού πλήθους των εκατό μέχρι εκατόν πενήντα νοματαίων.
Το σκοτάδι ήταν ακόμη πυκνό κι ακούστηκε τώρα το πρώτο λάλημα του πετεινού. Άκρα σιωπή επικράτησε στους συγκεντρωμένους κι η φωνή του παπα-Γκίκα δυνατότερη: «Μπëνι πάρë, νίσουνι!» ήταν η προσταγή του στ’ αρβανίτικα, δηλαδή: «Εμπρός, ξεκινήστε!» Και τότε ξεκίνησε το πλήθος την πορεία του για τη Λουμπάρδα. Κι ακούστηκαν ξανά τα κουδούνια των προβάτων, των μωρών τα κλάματα και τα γαυγίσματα των σκύλων, μέχρι που κόπασαν κι αυτά κι όλα τυλίχτηκαν στη σκόνη και το μπουχό, που σήκωνε το ποδοβολητό από την καλοκαιρινή ξηρασία της γης.
Μα γιατί θέλανε να πάνε νυχτιάτικα στη Λουμπάρδα κουβαλώντας ακόμα και πρόβατα μαζί τους ? Θα σας το πω κι αυτό τώρα, να το ξέρετε: Γιατί από το χτεσινό μεσημέρι οι παπάδες και οι προεστοί πήρανε σβάρνα τα σπίτια του χωριού και είπανε στους ανθρώπους να παρατήσουνε τα σπίτια τους και τη νύχτα να μαζευτούνε άλλοι στο Γκίνη Βέρδη κι άλλοι στο πηγάδι της Γκιμοντράσας. Γιατί αυτός ο σατανάς, ο Κιουταχής, αμόλησε από χτες όλα τ’ ασκέρια του και τους έδωσε άδεια να γυρίζουν για τρεις ολάκερες μέρες όλα τα χωριά γύρω από την Αθήνα κι όλα τα Μισόγεια κι ό,τι κι αν κάνουν, όσους ανθρώπους και να σφάξουν, ακόμα και μωρά, όσες γυναίκες και να μαγαρίσουνε κι όσες τις αρπάξουνε από τα σπίτια τους, να μη δώσουν λογοριασμό σε κανένανε. Κι αν ακόμα αρπάξουνε θησαυρούς και πλούτια, όλα θα ‘ναι δικά τους. Μα αυτό μαθεύτηκε από τους εδικούς μας, γι’ αυτόνε κι οι παπάδες βγήκανε να ορμηνέψουν τους ανθρώπους να φύγουν γλήγορα από τα σπίτια τους, να μαζευτούνε μετά τα μεσάνυχτα εκεί που τους είπανε και να φτάσουνε όλοι μαζί στη Λουμπάρδα. Θα με ρωτήσετε γιατί στη Λουμπάρδα ? Γιατί εκεί θα τους περίμεναν τα καΐκια τα Νυδραίικα και τα Γενίτικα και τα Ποριώτικα, να τους πάρουν στα νησιά τους για να γλυτώσουν από το τούρκικο γιαταγάνι. Οι Μαρκοπουλιώτες φύγανε από το Αυλάκι, οι Κορωπιώτες και οι Λιοπισιώτες από τη Λουμπάρδα. Κι αυτοί οι τρισκατάρατοι ξεχύθηκαν με τ’ αλόγατά τους για να σκορπίσουνε το θανατικό και να κάνουνε τα αίσκιστα κι όλα τα Μισόγεια ρημαδιό. Μα οι Μισογείτες προλάβανε και φύγανε όλοι από τα χωριά τους, κι αφήσανε τα σπίτια τους ανοιχτά, να νομίσουνε οι οχτροί ότι κάποιοι άλλοι του συναφιού τους είχαν έμπει μέσα, για να μην έμπαιναν κι εκείνοι. Και μερικοί είχαν κρύψει τα μικρά κορίτσα τους μέσα σε λάκκους που είχανε ανοίξει στην αχεριώνα ή στην αυλή και τα είχανε σκεπάσει με κλαριά και άχερα για να μη τα βρίσκανε οι Τούρκοι και τα μαγαρίζανε και τα κάνανε σκλάβες τους. Υπήρχανε και Κορωπιώτες που δεν φύγανε με τους πολλούς, μα πήρε ο καθένας τη φαμελιά του και πήγε να κρυφτεί σε σπηλιές που υπάρχουνε εδώ γύρω. Μα αυτούς πιο εύκολα τους βρήκανε οι Τούρκοι και τους λιανίσανε, πήρανε και γυναίκες κι ο Θεός ξέρει αν τις ξάνάδανε. Να, τον Θανάση τον Παπαγκίκα, που είχε κρυφτεί με την οικογένειά του στην Σπηλιά του Κριεζή, τονε πιάσανε την ώρα που πήγε στο πηγάδι να πάρει νερό, γιατί το μωρό του δίψαγε κι έκλαιγε. Του πετάξανε από κει πέρα το κεφάλι με το γιαταγάνι κι έδεσαν τα μακριά του μαλλιά με τις τρίχες της ουράς του αλόγου. Το άλογο έτρεχε και το καημένο το κεφάλι σβαρνιζότανε πάνω στο χώμα κι αυτοί αλαλάζανε και πανηγυρίζανε!
Αλλά σας είπα πολλά κι άφησα το παραμύθι μου στη μέση. Πού είχα μείνει? Α, ναι, στον παπα-Γκίκα που ξεκίνησε με το τσούρμο του μετά τα μεσάνυχτα από το Γκίνη Βέρδη για να φτάσει στη Λουμπάρδα. Το λοιπόν το μπουλούκι του παπα-Γκίκα έφτασε τώρα στο πηγάδι της Γκιμοντράσας. Κανένας δεν βρισκόταν εκεί. Όσοι είχανε μαζωχτεί νωρίτερα εκεί, είχανε ξεκινήσει πριν από λίγο με τον παπα-Μιχάλη αρχηγό και βάλανε κι αυτοί πορεία για τη Λουμπάρδα. Αλλά αυτοί είχανε χαράξει άλλη πορεία, από άλλο δρόμο θα ‘φταναν εκεί. Ο παπα-Γκίκας μπήκε στο δρόμο για τη Βάρη, συνέχισε στ’ αριστερά πάνω στο δρόμο της Τζίμας, μπήκε στο δρόμο του Αλυκού για 200 μόνο μέτρα. Και γλήγορα τον άφησε και συνέχισε στα δεξιά για τη Κιάφα Θήτη. Κι όλα ήταν ακόμα θεοσκότεινα. Μα όταν περάσανε τη Κιάφα Θήτη και το φέγγος της μέρας φάνηκε από την ανατολή, μαζί με τα σημάδια της ζέστης στον ορίζοντα, τότες άρχισαν όλα να φωτίζονται. Μπήκανε κατόπι μέσα στο φαράγγι, απ’ όπου περνούσε τότενες ο δρόμος για τη Λουμπάρδα κι όλα πήγαιναν μέχρι τώρα καλά. Μα σε μια στιγμή ακούστηκε ασυνήθιστο ποδοβολητό και καλπασμός και χλιμιντρίσματα αλόγων. Κι αμέσως ακούστηκαν από τους δικούς μας φωνές: «Οι Τούρκοι, έρχονται οι Τούρκοι!» Και τότε φάνηκαν οι άγριοι καβαλαραίοι με τα πολύχρωμα τουρμπάνια και τα θρεμμένα τ’ αλόγατά τους να ‘ρχονται ασυγκράτητοι να πέσουν κατά πάνω στους εδικούς μας.
Και τότες ακούστηκε η φωνή του παπα-Γκίκα, δυνατή και άγρια όπως ποτές άλλοτε δεν είχε βγει από το στόμα του: «Μπίενι, μπίενι!», δηλαδή, «χτυπάτε, χτυπάτε». Κι η φωνή του αντήχησε μεσ’ το φαράγγι κι ακούστηκε ο αχός που χτυπούσε στα βράχια κι έλεγε και ξανάλεγε πολλές φορές την προσταγή του. Κι αμέσως ο καθένας κι η κάθε μια, ακόμα και γυναίκες γαστρωμένες, στον τελευταίο τους μήνα, πήρανε στο χέρι τους ρόπαλο ή βαριά πέτρα ή έβγαλαν από το ταγάρι τους τσεκούρι ή δραπάνι και σουγιά, που τα είχανε μαζί τους για να δουλεύουν τις μέρες ή τους μήνες που θα βρίσκονταν στην ξενιτιά. Κι όταν ο εχτρός ζύγωσε κι έπεσε πάνω στο πλήθος, οι καβαλαραίοι αφήσανε τα ντουφέκια τους και σηκώσανε τα γιαταγάνια τους για να περάσουν από το λεπίδι τους εδικούς μας. Μα πρώτα τα δικά μας τσοπανόσκυλα πήδηξαν γύρω από τ’ αλόγατα των Τούρκων κι άφριζαν κι έδειχναν τα σουβλερά τους δόντια με τ’ άγρια γαυγίσματά τους. Και τ’ άλογα φοβήθηκαν και σηκώσανε μέχρι τον ουρανό τα μπροστινά τους ποδάρια. Κι ο παπα-Γκίκας, αφού ύψωσε ψηλά τον ξύλινο σταυρό που κρεμότανε στο στήθος του, για να κρατήσει με τη βοήθεια του Θεού μακριά αυτούς τους καταραμένους, μ’ ένα ρόπαλο άρχισε να τους χτυπάει από δω κι από κει. Κι οι γυναίκες με τα τσεκούρια και τα δραπάνια τους χτυπούσανε με λύσσα και ρίξανε χάμω πολλούς. Μικρά παιδιά και πρώιμα παλικαράκια με τις σφεντόνες τους σημάδευαν και χτυπούσανε κι αυτά. Και κάθε τόσο ακουγόταν η κραυγή του παπα-Γκίκα «Μπίενι, μπίενι!» Κι οι δικοί μας θάρρευαν και χτυπούσανε αλύπητα. Είχε περάσει αρκετή ώρα παλεύοντας με τον οχτρό και τώρα έβλεπε κανείς σωριασμένους ανθρώπους πάνω στα ξερόχορτα κι από τη μία κι από την άλλη μεριά κι άλογα πεσμένα καταγής. Κι ο παπα-Γκίκας τους έδινε κουράγιο: «Χτυπάτε, αδέρφια, χτυπάτε!» φώναζε στα γυναικόπαιδα. Κι εκείνοι χτυπούσανε κι αποτέλειωναν χωρίς έλεος τους τρισκατάρατους.
Ώσπου ακούστηκε το πρόσταγμα του αρχηγού τους στη βάρβαρη γλώσσα του: «Πάμε πίσω, πάμε πίσω!» Κι όσοι Τούρκοι έμειναν ζωντανοί, γύρισαν πίσω με τ’ άλογά τους, το ‘καναν «μπραστ!» και το βάλανε στα πόδια. Πήρανε το δρόμο του Κιάφα-Θήτη και γίνανε καπνός πίσω από την πλαγιά.
Κι οι δικοί μας μέτραγαν τώρα τις λαβωματιές τους. Κι είδανε πολλούς λαβωμένους και μισοπεθαμένους συχωριανούς μας, που τους περιποιθήκανε όσο μπορούσανε για να τους γλυτώσουν τη ζωή. Κι είδανε τον παπα-Γκίκα μεσ’ τα αίματα και την πληγή που είχε στον ώμο του να ποτίζει τη γης και το ράσο του. Είδανε όμως και τ’ άψυχο λιγνό κορμί τ’ αμούστακου ακόμα αγοριού των Αλαγιανναίων από το Μαρκόπουλο, σφαγμένο με χατζάρι, να ποτίζει με το αίμα του τη γη μας. Και την Κορωπιώτισσα μάνα του, από το σόι των Νταβαραίων, σκυμμένη πάνω από το νεκρό κορμί, να δίνει φιλιά στο πρόσωπο του πεθαμένου παιδιού της και με λυμένο το μαντίλι που σκέπαζε το κεφάλι της, να θρηνολογεί, να μοιρολογεί, να τραβάει και να ξεριζώνει τα μαλλιά της και να καταριέται το άσπλαχνο χέρι που του πήρε τη ζωή κι έκοψε αυτό το μπουμπούκι, πριν ακόμη προλάβει ν’ ανθίσει.
Τώρα ο παπα-Γκίκας, με τη λαβωματιά του, που ακόμα αιμορραγούσε, μάζεψε τους νεκρούς συμπατριώτες του κι έψαλε βιαστικά τα νεκρικά τα λόγια, ενώ άλλοι με φτυάρια και μ’ αξίνες σκάψανε το λάκκο όπου θα τους ρίχνανε όλους μαζί για να ‘βρουν τον τόπο της αιώνιας ανάπαυσής τους.
Και τώρα το τσούρμο των γυναικόπαιδων αφήνει τούτον εδώ τον τόπο της θυσίας, γίνεται και πάλι μπουλούκι και συνεχίζει το δρόμο του για τη Λουμπάρδα. Πρέπει γλήγορα να φτάσουν εκεί, γιατί μ’ αυτό το κακό που έλαχε στο δρόμο τους, έχουν αργήσει πολύ και τα καΐκια των νησιωτών έχουν εντολή ν’ αρμενίσουν για τα μέρη τους. Μα οι δικοί μας είναι κατάκοποι από τη μάχη, ο ιδρώτας έχει μουσκέψει τα κουρελιασμένα ρούχα τους, τα πρόσωπά τους είναι βαμμένα από το αίμα των πληγών τους κι από την κούραση, τη φρίκη και την αγωνία που τράβηξαν, έχουνε γίνει αγνώριστα.
Κι ο παπα-Γκίκας τους εμψυχώνει: «Κάντε κουράγιο, αδέρφια, κι η Λουμπάρδα δεν είναι μακριά μας. Σε λίγη ώρα φτάσαμε! «Μπëνι παρë, νίσουνι, κάνετε μπρος, ξεκινάτε»! Και τότε το κουρασμένο πλήθος παίρνει δύναμη και ξεκινάει. Κι ο αντρειωμένος παπάς, κρατώντας με το ένα του χέρι ένα κομμάτι από τη σκισμένη πουκαμίσα του πάνω στην πληγή, σηκώνει ξανά ψηλά τον μικρό ξύλινο σταυρό κι αρχίζει να ψάλλει: «Τη Υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια, ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια!….» Κι όλοι τώρα, με δακρυσμένα τα μάτια τους και με καινούργιο κουράγιο, ψάλλανε μαζί του και συνεχίσανε πιο γλήγορα το δρόμο τους. Κι’ η Λουμπάρδα δεν άργησε να φανεί. Κι ήταν η θάλασσα γυαλί και γαλανή και τα καΐκια στη θέση τους, αραγμένα στ’ αριστερά του γιαλού. Το τσούρμο του παπα-Μιχάλη είχε μπει πριν από πολλή ώρα μέσα στα καΐκια κι όλοι με αγωνία περίμεναν να φανεί και το τσούρμο του παπα-Γκίκα για να ξεκινήσουν όλοι μαζί το ταξίδι τους για την ξενιτιά. Και σαν τους είδαν από μακριά, έβγαλαν φωνές χαράς και τους χαιρετούσανε και τους ρωτούσανε γιατί αργήσανε τόσο πολύ να φτάσουνε. Κι όταν μάθανε τα μαντάτα κι ακούσανε για σκοτωμένους, παγώσανε. Μα σαν ακούσανε ότι τσακίσανε τους Τούρκους, που το ‘βαλαν στα πόδια, ξεσπάσανε σε αλαλαγμούς κι υψώνανε τα χέρια τους.
Ο παπα-Γκίκας τώρα με τους δικούς του έφτασε στ’ ακρογιάλι κι όλοι βούτηξαν τα πόδια τους μέσα στην πρόχειρη και με ξερολιθιά φτιαγμένη στέρνα με το θεραπευτικό τσιρλόνερο. Κι έριξαν μπόλικο νερό στο πρόσωπό τους για να δροσιστούνε. Τα μικρά παιδιά βούτηξαν ολοτσίτσιδα στο νερό και πλατσουρίζανε. Ο παπάς κι οι άλλοι λαβωμένοι πλύνανε τις λαβωματιές τους, τις καθαρίσανε από τα αίματα, τις δέσανε με κομμάτια πανιά από τα ρούχα τους κι αμέσως γίνανε καλύτερα. Μπήκανε κι αυτοί στα καΐκια, βάλανε μέσα κι όσα πρόβατα είχανε μαζί τους κι όλα τώρα ήταν έτοιμα για το ξεκίνημα.
Τα καΐκια άνοιξαν πανιά κι αρχίσανε ν’ αρμενίζουνε. Κι οι Κορωπιώτες κι οι Λιοπεσιώτες κοιτάγανε δακρυσμένοι τη δική τους γη που αφήνανε πίσω τους. Και συλλογίζονταν αν θα ξαναβλέπανε ποτές τα σπίτια τους ή μήμπως αφήνανε στην ξενιτιά τα κόκκαλά τους από αρρώστια και πείνα.
Κι ένα βοσκόπουλο πάνω στο ύψωμα του Μπαράκου, με τα πρόβατά του άκρη στο γκρεμό, βλέπει τα καΐκια που ‘βαλαν πλώρη για την ανοιχτή θάλασσα, υψώνει την αγκλίτσα του και τους φωνάζει: «Να πάτε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σας! Εγώ θα είμαι εδώ, πάνω σε τούτη τη ράχη, για να σας δω να ξαναρθήτε γλήγορα. Καλό ταξίδι να ‘χετε!»
Αυτό ήτανε, παιδιά μου, το παραμύθι μου και μην το ξεχάσετε ποτέ σας. Πείτε το και σεις στα παιδιά, στα εγγόνια και στα δισέγγονά σας. Και πείτε τους να ‘ναι περήφανα που είχανε αυτούς τους παππούδες, που πολεμήσανε και γίνανε θυσία για μας! Ζήτω η λεύτερη Ελλάδα μας! Ζήτω το 1821!